accrual$571$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

accrual$571$ - translation to ελληνικό

YEAR
571 CE; 571 (year); Year 571; AD 571; 571 AD; Events in 571; Births in 571; Deaths in 571
  • King [[Liuvigild]] (c. 525–586)

accrual      
n. αύξηση
income account         
TIME WHEN FINANCIAL TRANSACTIONS ARE REPORTED
Cash basis accounting; Accounting methods; Cash-basis verses accrual-basis accounting; Income account; Cash-basis versus accrual-basis accounting; Income Account; Cash Method v. Accrual Method; Comparison of the Cash Method and Accrual Method of accounting; Comparison of cash method and accrual method of accounting; Comparison of Cash Method and Accrual Method of accounting; Accrual method; Accrual method of accounting; Comparison of cash and accrual methods of accounting; Accounting method
εισοδηματικός λογαριασμός

Ορισμός

accrue
[?'kru:]
¦ verb (accrues, accruing, accrued)
1. (of a benefit or sum of money) be received in regular or increasing amounts.
2. make provision for (a charge) at the end of a financial period.
Derivatives
accrual noun
Origin
ME: from OFr. acreue, past participle of acreistre 'increase', from L. accrescere (see accrete).

Βικιπαίδεια

571

Year 571 (DLXXI) was a common year starting on Thursday (link will display the full calendar) of the Julian calendar. The denomination 571 for this year has been used since the early medieval period, when the Anno Domini calendar era became the prevalent method in Europe for naming years.